Σε κάποιο σημείο στο «Έγκλημα και Τιμωρία» ο Ντοστογέφσκι γράφει: «η περηφάνια των φτωχών», που σε ορισμένες στιγμές της ζωής τους τους σπρώχνει να ξοδέψουν και την τελευταία τους πεντάρα για να μη φανούν σε τίποτα κατώτεροι από τους άλλους.
Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για την περηφάνια των μικροαστών που μόλις ξέφυγαν από την ανέχεια και τη φτώχεια της δεκαετίας του 1960 πέρασαν σε μια ζωή με διαμέρισμα, αυτοκίνητο, ταξίδια και ευυπόληπτες δουλειές. (Η Ελλάδα μετά την Γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο σύμφωνα με την απογραφή του 1951 είχε πληθυσμό 7.566.000 άτομα από τα οποία 43,2 % ήταν οικονομικώς ενεργά και εκ των οποίων το 38,5% ήταν αστικός πληθυσμός , το 13,8% ημιαστικός και το 47,7 % αγροτικός. Ο αγροτικός τομέας απασχολούσε το 59,5 % του εργατικού δυναμικού και συνεισέφερε το 29% του ΑΕΠ.( Μαραβέγιας 1992).)
Ο φοιτητής του 1965-1975 γίνεται επιτυχημένος επαγγελματίας. Δουλεύει και εισπράτει. Η περηφάνια του μικροαστού τον οδηγεί και ανακαινίζει το πατρικό του σπίτι στο χωριό σε μια κλίμακα για την οποία μετανιώνει σήμερα. Όταν περνούν τα χρόνια και η δουλειά είναι βάρος και όχι πανηγύρι, ψάχνει για το συμπληρωματικό εισόδημα που θα τον στηρίξει. Μάταια όμως. Αντί για εισόδημα έχει ένα σπίτι που απαιτεί συντήρηση, αλλά του προσφέρει την αίσθηση του επιτυχημένου. Ένα σπίτι που επισκέπτεται κάποιες λίγες μέρες το χρόνο.
Στα ορεινά χωριά που ερημώσαν με την μετανάστευση της δεκαετίας του 1960, βρίσκει κανείς σπίτια έρημα, κλειδωμένα και ασφαλισμένα, που ανοίγουν μόνο κατά την περίοδο διακοπών των ιδιοκτητών, που κάποτε αναζήτησαν τη τύχη τους σε άλλες χώρες.
Αλλά δεν είναι μόνο το σπίτι φετίχ, και «η περηφάνια των μικροαστών», δεν είναι μόνο για αυτούς που τους βαραίνουν τα χρόνια δουλειάς. Νέοι άνθρωποι δεσμεύουν τη ζωή τους με δάνεια για πολυτελή αυτοκίνητα, πανάκριβα ταξίδια και κάθε είδους κινήσεις επίδειξης. Πρόσφατα έμαθα για αγορά πολυτελούς αυτοκινήτου με δάνειο που η δόση για την εξυπηρέτηση του ανέρχεται σε 700 ευρώ το μήνα. Το ετήσιο εισόδημα του ζευγαριού που το αγόρασε ανέρχεται σε 40.000 ευρώ. Η εξυπηρέτηση του δανείου απαιτεί 8.400 ευρώ, δηλαδή το 1/5 του ετήσιου εισοδήματος. Αλλά αυτό που κατατάσσει τη συγκεκριμένη κίνηση στη «περηφάνια των μικροαστών», είναι ότι το αυτοκίνητο ζήτημα να κυκλοφορεί δυο με τρεις φορές το μήνα.
Ένα εύπορο ζευγάρι κάνει ένα ακριβό δώρο σε ένα άλλο ζευγάρι περιορισμένου εισοδήματος. Διαπιστώνω ότι τις περισσότερες φορές το δεύτερο ζευγάρι ανταποκρίνεται με ένα δώρο περίπου ίσης αξίας.
Σε ένα ακριβό τραπέζι «η περηφάνια των μικροαστών» δεν επιτρέπει στον έχοντα μια οικονομική άνεση, να πληρώσει. Ο μικροαστός, που μόλις τα βγάζει πέρα, θέλει να συμμετέχει.
Ίσως η περηφάνια να πρέπει να μπολιαστεί με λίγη μετριοφροσύνη και ταπεινοφροσύνη.
Η γραμμή σκέψης δεν είναι ευθεία: «κάνω αυτό και είμαι περήφανος». Άπειρες δικαιολογίες επινοούνται προκειμένου να δικαιολογηθούν πράξεις επίδειξης. «Το κάνω για τα παιδιά μου» η «τόσα χρόνια δουλεύω να μη μπορώ να πάω ένα ταξίδι;» κ.λ.π. Φυσικά δεν είναι μόνο η περηφάνια που οδηγεί τους ανθρώπους σε τέτοιου είδους κινήσεις επίδειξης. Το καταναλωτικό μοντέλο που προβάλλεται παντοιοτρόπως έχει και αυτό τη συνεισφορά του. Η παιδεία και η πνευματική καλλιέργεια επίσης.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο βρίσκω σκόπιμο να επαναλάβω:
Ίσως η περηφάνια να πρέπει να μπολιαστεί με λίγη μετριοφροσύνη και ταπεινοφροσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ένα σχόλιο πλουτίζει τη γλώσσα μας και ενεργοποιεί το μυαλό μας.